σταφιδόκαρπος
Смотреть что такое "σταφιδόκαρπος" в других словарях:
σταφιδόκαρπος — ο, Ν ο καρπός τής σταφίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταφίδα + καρπός. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
σταφιδόκαρπος — ο σταφύλι χωρίς κουκούτσι που προορίζεται για σταφίδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek