σταφιδόκαρπος

σταφιδόκαρπος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "σταφιδόκαρπος" в других словарях:

  • σταφιδόκαρπος — ο, Ν ο καρπός τής σταφίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταφίδα + καρπός. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • σταφιδόκαρπος — ο σταφύλι χωρίς κουκούτσι που προορίζεται για σταφίδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»